- υψηλοκρημνος
- ὑψηλόκρημνοςὑψηλό-κρημνος2обрывистый, с высокими кручами
(πέτραι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτραι Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υψηλόκρημνος — ον, Α αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ κρημνος)] … Dictionary of Greek
ὑψηλόκρημνον — ὑψηλόκρημνος with lofty cliffs masc/fem acc sg ὑψηλόκρημνος with lofty cliffs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοκρήμνοις — ὑψηλόκρημνος with lofty cliffs masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλοκρήμνῳ — ὑψηλόκρημνος with lofty cliffs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψηλόκρημνα — ὑψηλόκρημνος with lofty cliffs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)